- μικρολόγῳ
- μῑκρολόγῳ , μικρολόγοςcounting triflesmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μικρολογώ — (ΑΜ μικρολογοῡμαι, έομαι και μτγν. μικρολογῶ, έω) [μικρολόγος] 1. μιλώ και ασχολούμαι με ασήμαντα πράγματα 2. ασχολούμαι με ασήμαντες λεπτομέρειες και αφήνω να μού διαφύγει η ουσία, είμαι υπερβολικά σχολαστικός αρχ. φέρομαι με μεγάλη ευτέλεια,… … Dictionary of Greek
μικρολογώ — μικρολόγησα, συζητώ και ασχολούμαι με μικρά και ασήμαντα πράγματα: Μικρολογούσε από την αρχή και δεν πρόλαβε να πει αυτά που πραγματικά ήθελε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικρολόγημα — το 1. η ενέργεια τού μικρολογώ 2. ευτελές, ασήμαντο πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρολογῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Α. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek